- ἐπημάτιος
- ἐπημάτιος [pron. full] [ᾰ], η, ον, ([etym.] ἦμαρ)A day by day, A.R.3.895, Opp.H.3.229.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επημάτιος — ἐπημάτιος, η, ον (AM) καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήμαρ «ημέρα»] … Dictionary of Greek
ἐπημάτιος — day by day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημάτιον — ἐπημάτιος day by day masc acc sg ἐπημάτιος day by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηματίη — ἐπημάτιος day by day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημάτιαι — ἐπημάτιος day by day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)